Ατόν

Ατόν
Αρχαία αιγυπτιακή θεότητα, που συνδέεται με τη θρησκευτική μεταρρύθμιση που επέβαλε στην Αίγυπτο ο φαραώ Αμένοφις Δ’ (Ακενατόν) κατά την περίοδο της βασιλείας του (περ. 1369-1353 π.Χ.). Η μεταρρύθμιση αυτή αναφέρεται στην εισαγωγή ενός μόνο θεού, του Α. ή του Ηλιακού Δίσκου, δηλαδή της ζωοδότρας δύναμης του ήλιου. Το σύστημα αυτό, μια μορφή ηλιακού μονοθεϊσμού που ονομάστηκε ατονισμός, προσπάθησε να παραμερίσει όλους τους άλλους θεούς, να κλείσει τους ναούς τους και να καταργήσει τις λατρείες τους. Ο νέος τύπος ναού του θεού Α. ήταν ριζικά διαφορετικός από όλους τους παλιούς, αφού δεν υπήρχε λατρευτικό είδωλό του. Τα κίνητρα της αλλαγής, που η έμπνευσή τους ήταν καθαρά αιγυπτιακή, δεν ήταν μόνο θρησκευτικά αλλά και πολιτικά, και εντοπίζονταν στην επιθυμία του φαραώ να απαλλαγεί από τα δεσμά του ιερατείου και να επιβάλει μια ενιαία θρησκεία σε όλο το κράτος του, που τότε εκτεινόταν, εκτός από την Αίγυπτο, στην Ασία και τη Νουβία. Η νέα θεότητα, πνευματική στον μονοθεϊσμό της, ασύλληπτη όμως στα χειροπιαστά αιτήματα μιας λαϊκής φαντασίας, ριζωμένης σε μακραίωνες θρησκευτικές παραδόσεις, ήταν ωστόσο καταδικασμένη να παραμεριστεί, ευθύς μετά τον θάνατο του εμπνευστή της, του ευαίσθητου καινοτόμου φαραώ. Στήλη αφιερωμένη στον θεό Ατόν, που βρέθηκε στην Τελ ελ-Αμάρνα (Αρχαιολογικό Μουσείο, Κάιρο).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἄτον — ἆτος insatiate masc/fem acc sg ἆτος insatiate neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἆτον — ἆ̱τον , ἄατος insatiate masc/fem acc sg ἆ̱τον , ἄατος insatiate neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοσ(σ)άτον — τὸ, ΜΑ βλ. φουσάτο …   Dictionary of Greek

  • 'τον — ἄτον , ἆτος insatiate masc/fem acc sg ἄτον , ἆτος insatiate neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • καθολικάτον — καθολικάτον, τὸ (Μ) μητροπολιτικός ναός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθολικός + κατάλ. άτον, πρβλ. δουκ άτον, κομιτ άτον] …   Dictionary of Greek

  • οσσατεύω — και φοσατεύω και φουσατεύω και φουσσατεύω και φωσατεύω Μ 1. στρατοπεδεύω 2. εκστρατεύω 3. στρατολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοσ(σ)άτον / φουσ(σ)άτον / φώσ(σ)ατον παλαιότ. τ. τού φουσάτο] …   Dictionary of Greek

  • Τουταγχαμών — Αιγύπτιος φαραώ (2η χιλιετία π.Χ.) της 18ης δυναστείας, διάδοχος του Aχενατόν, του αιρετικού βασιλιά τον οποίο διαδέχτηκε μετά τον θάνατό του, το 1358 π.Χ. Το όνομά του ήταν αρχικά Τουτανχ Ατόν (ζωντανή εικόνα του Ατόν) και τροποποιήθηκε σε Τουτ… …   Dictionary of Greek

  • Conjugaisons Du Grec Ancien (Tableaux)/Λύω Actif — Conjugaison du verbe λύω (« délier ») à la voix active. Modèle des verbes thématiques au radical terminé par ι et υ. Cet article dépend de Conjugaisons du grec ancien (tableaux). Sommaire 1 Indicatif 2 Impératif 3 …   Wikipédia en Français

  • Conjugaisons du grec ancien (tableaux)/Λύω actif — Conjugaison du verbe λύω (« délier ») à la voix active. Modèle des verbes thématiques au radical terminé par ι et υ. Cet article dépend de Conjugaisons du grec ancien (tableaux). Sommaire 1 Indicatif 2 Impératif 3 …   Wikipédia en Français

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”